- συγκρουστήρας
- ο, Νμεταλλικός δίσκος ο οποίος στηρίζεται σε ελατήρια και τοποθετείται, μεμονωμένος ή κατά ζεύγη, στα άκρα τού πλαισίου τών σιδηροδρομικών οχημάτων για να απορροφά τους κραδασμούς κατά την πρόσκρουση τών οχημάτων και για να προσδίδει στη σύνθεση τών αμαξοστοιχιών την απαιτούμενη προς εγγραφή στις καμπύλες ευκαμψία, ενώ ταυτόχρονα περιορίζει τις ενοχλητικές μετατοπίσεις που οφείλονται στην οφιοειδή κίνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρούομαι + επίθημα -τηράς (πρβλ. ανελκυσ-τήρας)].
Dictionary of Greek. 2013.